ἀφαίμαξις

ἀφαίμαξις
ἀφαίμαξις, εως, ,
A bleeding, Archig. ap. Aët.8.76, Hippiatr.42.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀφαιμάξεις — ἀφαίμαξις bleeding fem nom/voc pl (attic epic) ἀφαίμαξις bleeding fem nom/acc pl (attic) ἀφαιμάσσω draw blood aor subj act 2nd sg (epic) ἀφαιμάσσω draw blood fut ind act 2nd sg ἀ̱φαιμάξεις , ἀφαιμάσσω draw blood futperf ind act 2nd sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφαίμαξιν — ἀφαίμαξις bleeding fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφαίμαξη — Αφαίρεση μιας ορισμένης ποσότητας αίματος (συνήθως 200 400 κ. εκ.) για θεραπευτικό σκοπό. Τεχνική γνωστή από τα πρώτα χρόνια της ιατρικής, κατέληξε, με το πέρασμα των αιώνων, να τη συνιστούν, και πολύ συχνά αδικαιολόγητα, στις πιο ποικίλες… …   Dictionary of Greek

  • ἀφαιμάξεως — ἀφαιμάξεω̆ς , ἀφαίμαξις bleeding fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”